διάζωσμα

διάζωσμα
διά-ζωσμα, ατος, τό,
A = διάζωμα 1, Hp.Haem.2, Plu.2.132a.
II = διάζωμα 3, Callix.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διάζωσμα — διάζωσμα, το (Α) [διαζωννύω] 1. η ζώνη 2. το διάζωμα 3. η ζωφόρος ή το γείσο …   Dictionary of Greek

  • διάζωσμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσμασι — διάζωσμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσματα — διάζωσμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαζώσματος — διάζωσμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάζωμα — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού που βρισκόταν ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο. Στους ναούς δωρικού ρυθμού το δ. απαρτιζόταν από τρίγλυφα και μετόπες, οι οποίες συνήθως είχαν ανάγλυφες ή γραπτές παραστάσεις, ενώ σε εκείνους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”